- ὠχροποιός
- ὠχρο-ποιός, όν,A making pale, gloss on Il.7.479 in cod.Mosqu.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωχροποιός — όν, ΜΑ ὠχραντικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + ποιός*] … Dictionary of Greek
ὠχροποιόν — ὠχροποιός making pale masc/fem acc sg ὠχροποιός making pale neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek